- κολόκουρο
- το1. μαλλί μικρού μήκους που λαμβάνεται από το κούρεμα τών προβάτων και τών κατσικιών2. φιλοδώρημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλον «κολοβό» + κουρά (< κείρω «κουρεύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολόκουρο — το 1. το κοντό μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και των ποδιών των αιγοπροβάτων. 2. δωροδόκημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολοκουρίζω — [κολόκουρο] (σχετικά με πρόβατα) κόβω τα μαλλιά στην κοιλιά και στα πίσω πόδια … Dictionary of Greek